πειραχτήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πειραχτήριο | τα | πειραχτήρια |
| γενική | του | πειραχτήριου & πειραχτηρίου |
των | πειραχτήριων & πειραχτηρίων |
| αιτιατική | το | πειραχτήριο | τα | πειραχτήρια |
| κλητική | πειραχτήριο | πειραχτήρια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πειραχτήριο < (πειράζω) πειραχ- + -τήριο [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /pi.ɾaˈxti.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πει‐ρα‐χτή‐ρι‐ο
Ουσιαστικό
πειραχτήριο ουδέτερο
- (σπάνιο) λόγια μορφή του πειραχτήρι
- ※ — Μὰ τί πειραχτήριο εἶσαι σύ, δὲ μοῦ λές; τοῦ εἶπε μὲ παράπονο. Ποιὸς διάολος σ’ ἔφερε ἐδῶ [...]
- Ανδρέας Καρκαβίτσας (1924) διήγημα «Καβομαλιᾶς», συλλογή Λόγια της Πλώρης
- ※ — Μὰ τί πειραχτήριο εἶσαι σύ, δὲ μοῦ λές; τοῦ εἶπε μὲ παράπονο. Ποιὸς διάολος σ’ ἔφερε ἐδῶ [...]
Μεταφράσεις
πειραχτήριο
|
Αναφορές
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.