πειραχτήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πειραχτήριο τα πειραχτήρια
      γενική του πειραχτήριου
& πειραχτηρίου
των πειραχτήριων
& πειραχτηρίων
    αιτιατική το πειραχτήριο τα πειραχτήρια
     κλητική πειραχτήριο πειραχτήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πειραχτήριο < (πειράζω) πειραχ- + -τήριο [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /pi.ɾaˈxti.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πειραχτήριο

Ουσιαστικό

πειραχτήριο ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.