πεζούρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πεζούρα | οι | πεζούρες |
| γενική | της | πεζούρας | — | |
| αιτιατική | την | πεζούρα | τις | πεζούρες |
| κλητική | πεζούρα | πεζούρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πεζούρα < πεζός
Ουσιαστικό
πεζούρα θηλυκό
- το πεζικό
- Την αυγή δυο ώρες να φέξη πλάκωσε ο Μπραΐμης, πεζούρα και καβαλλαρία (Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.