infantry
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| infantry | infantries |
Ετυμολογία
- infantry < μέση γαλλική infanterie < ισπανική, infantería "οι πεζοί στρατιώτες, αυτοί που δεν είχαν την απαιτούμενη εμπειρία για να καταταγούν στο ιππικό" < infante "πεζός στρατιώτης / νέος" < λατινική, infans 'βρέφος' < in- στερητικό + fari 'ομιλώ')
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.