πείρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πείρος οι πείροι
      γενική του πείρου των πείρων
    αιτιατική τον πείρο τους πείρους
     κλητική πείρε πείροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πείρος < πίρος (με παρετυμολογία από την αρχαία ελληνική πείρω)

Ουσιαστικό

πείρος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.