πατωματζής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πατωματζής | οι | πατωματζήδες |
| γενική | του | πατωματζή | των | πατωματζήδων |
| αιτιατική | τον | πατωματζή | τους | πατωματζήδες |
| κλητική | πατωματζή | πατωματζήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πατωματζής αρσενικό
- (επάγγελμα) ο κατασκευαστής, συντηρητής πατωμάτων,
- ο έμπορος ή τεχνίτης πατωμάτων
Μεταφράσεις
πατωματζής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.