πατωματζής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πατωματζής οι πατωματζήδες
      γενική του πατωματζή των πατωματζήδων
    αιτιατική τον πατωματζή τους πατωματζήδες
     κλητική πατωματζή πατωματζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πατωματζής < πάτωμα + -τζής

Ουσιαστικό

πατωματζής αρσενικό

  1. (επάγγελμα) ο κατασκευαστής, συντηρητής πατωμάτων,
  2. ο έμπορος ή τεχνίτης πατωμάτων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.