πατριῶτις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πατριῶτις αἱ πατριώτιδες
      γενική τῆς πατριώτιδος τῶν πατριωτίδων
      δοτική τῇ πατριώτιδ ταῖς πατριώτισ(ν)
    αιτιατική τὴν πατριῶτιν τὰς πατριώτιδᾰς
     κλητική ! πατριῶτι πατριώτιδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πατριώτιδε
γεν-δοτ τοῖν  πατριωτίδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πατριῶτις < πατριώτ(ης) + -ις. Εννοείται θηλυκό ουσιαστικό γῆ, στολή

Ουσιαστικό

πατριῶτις, -ώτιδος θηλυκό, ως επίθετο, μονογενές, μονοκατάληκτο

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.