πάτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πάτρια οι πάτριες
      γενική της πάτριας των πατριών
    αιτιατική την πάτρια τις πάτριες
     κλητική πάτρια πάτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πάτρια < πάτριος + -τρια

Ουσιαστικό

πάτρια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.