πατριδογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πατριδογραφία | οι | πατριδογραφίες |
| γενική | της | πατριδογραφίας | των | πατριδογραφιών |
| αιτιατική | την | πατριδογραφία | τις | πατριδογραφίες |
| κλητική | πατριδογραφία | πατριδογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
πατριδογραφία θηλυκό
- μάθημα βασικών γνώσεων γεωγραφίας της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα, προπομπός της πατριδογνωσίας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.