πατραϊκός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πατραϊκός η πατραϊκή το πατραϊκό
      γενική του πατραϊκού της πατραϊκής του πατραϊκού
    αιτιατική τον πατραϊκό την πατραϊκή το πατραϊκό
     κλητική πατραϊκέ πατραϊκή πατραϊκό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πατραϊκοί οι πατραϊκές τα πατραϊκά
      γενική των πατραϊκών των πατραϊκών των πατραϊκών
    αιτιατική τους πατραϊκούς τις πατραϊκές τα πατραϊκά
     κλητική πατραϊκοί πατραϊκές πατραϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πατραϊκός < Πάτρα + -ικός

Επίθετο

πατραϊκός

  • ο σχετικός με την Πάτρα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.