πατατούκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πατατούκα | οι | πατατούκες |
| γενική | της | πατατούκας | — | |
| αιτιατική | την | πατατούκα | τις | πατατούκες |
| κλητική | πατατούκα | πατατούκες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πατατούκα < (άμεσο δάνειο) βενετική patatuco
Ουσιαστικό
πατατούκα θηλυκό
- (ενδυμασία) μάλλινο ρούχο που είναι χοντρό όπως το παλτό και κοντό όπως το σακάκι
- (κατ’ επέκταση, οικείο) πολύ χοντρό πανωφόρι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.