πατατάλευρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πατατάλευρο τα πατατάλευρα
      γενική του πατατάλευρου των πατατάλευρων
    αιτιατική το πατατάλευρο τα πατατάλευρα
     κλητική πατατάλευρο πατατάλευρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πατατάλευρο < πατάτα + -ο- + άλευρο ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική Kartoffelmehl[1])

Ουσιαστικό

πατατάλευρο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.