πασαρέλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πασαρέλα οι πασαρέλες
      γενική της πασαρέλας των πασαρέλων
    αιτιατική την πασαρέλα τις πασαρέλες
     κλητική πασαρέλα πασαρέλες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πασαρέλα < (άμεσο δάνειο) βενετική passarella

Ουσιαστικό

μοντέλα στην πασαρέλα

πασαρέλα θηλυκό

  1. η υψωμένη επιφάνεια πάνω στην οποία τα μοντέλα περπατούν μπροστά από το κοινό σε επίδειξη μόδας
  2. ο χώρος στον οποίο περνάνε πολλές κι όμορφες κοπέλες σε κοινή θεά τρίτων
    η παραλία έγινε σωστή πασαρέλα το Σαββατοκύριακο
  3. το να περπατάει κάποιος/α μπροστά στο κοινό σε επίδειξη μόδας
    εκεί που έκανε πασαρέλα, πάτησε το φόρεμά της και παραλίγο να το σκίσει

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.