πασαρέλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πασαρέλα | οι | πασαρέλες |
| γενική | της | πασαρέλας | των | πασαρέλων |
| αιτιατική | την | πασαρέλα | τις | πασαρέλες |
| κλητική | πασαρέλα | πασαρέλες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πασαρέλα < (άμεσο δάνειο) βενετική passarella
Ουσιαστικό
_at_The_Brandery_Summer_Edition_2010.jpg.webp)
μοντέλα στην πασαρέλα
πασαρέλα θηλυκό
- η υψωμένη επιφάνεια πάνω στην οποία τα μοντέλα περπατούν μπροστά από το κοινό σε επίδειξη μόδας
- ο χώρος στον οποίο περνάνε πολλές κι όμορφες κοπέλες σε κοινή θεά τρίτων
- η παραλία έγινε σωστή πασαρέλα το Σαββατοκύριακο
- το να περπατάει κάποιος/α μπροστά στο κοινό σε επίδειξη μόδας
- εκεί που έκανε πασαρέλα, πάτησε το φόρεμά της και παραλίγο να το σκίσει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.