παρφουμαρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παρφουμαρισμένος | η | παρφουμαρισμένη | το | παρφουμαρισμένο |
| γενική | του | παρφουμαρισμένου | της | παρφουμαρισμένης | του | παρφουμαρισμένου |
| αιτιατική | τον | παρφουμαρισμένο | την | παρφουμαρισμένη | το | παρφουμαρισμένο |
| κλητική | παρφουμαρισμένε | παρφουμαρισμένη | παρφουμαρισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παρφουμαρισμένοι | οι | παρφουμαρισμένες | τα | παρφουμαρισμένα |
| γενική | των | παρφουμαρισμένων | των | παρφουμαρισμένων | των | παρφουμαρισμένων |
| αιτιατική | τους | παρφουμαρισμένους | τις | παρφουμαρισμένες | τα | παρφουμαρισμένα |
| κλητική | παρφουμαρισμένοι | παρφουμαρισμένες | παρφουμαρισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παρφουμαρισμένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
παρφουμαρισμένος
- αρωματισμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.