παρτιζάνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παρτιζάνος οι παρτιζάνοι
      γενική του παρτιζάνου των παρτιζάνων
    αιτιατική τον παρτιζάνο τους παρτιζάνους
     κλητική παρτιζάνε παρτιζάνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρτιζάνος < (άμεσο δάνειο) γαλλική partisan < ιταλική partigiano

Ουσιαστικό

παρτιζάνος αρσενικό

  • εθελοντής μαχητής, που δεν ανήκει σε τακτικό στρατό, και αγωνίζεται για εθνικό, κοινωνικό, πολιτικό ή θρησκευτικό ιδεώδες

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.