παρουσιάστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρουσιάστρια οι παρουσιάστριες
      γενική της παρουσιάστριας των παρουσιαστριών
    αιτιατική την παρουσιάστρια τις παρουσιάστριες
     κλητική παρουσιάστρια παρουσιάστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρουσιάστρια < παρουσιαστής + -τρια

Ουσιαστικό

παρουσιάστρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.