παριστάμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παριστάμενος | η | παριστάμενη | το | παριστάμενο |
| γενική | του | παριστάμενου | της | παριστάμενης | του | παριστάμενου |
| αιτιατική | τον | παριστάμενο | την | παριστάμενη | το | παριστάμενο |
| κλητική | παριστάμενε | παριστάμενη | παριστάμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παριστάμενοι | οι | παριστάμενες | τα | παριστάμενα |
| γενική | των | παριστάμενων | των | παριστάμενων | των | παριστάμενων |
| αιτιατική | τους | παριστάμενους | τις | παριστάμενες | τα | παριστάμενα |
| κλητική | παριστάμενοι | παριστάμενες | παριστάμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παριστάμενος < παρίσταμαι
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
παριστάμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.