παρεστιγμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παρεστιγμένος | η | παρεστιγμένη | το | παρεστιγμένο |
| γενική | του | παρεστιγμένου | της | παρεστιγμένης | του | παρεστιγμένου |
| αιτιατική | τον | παρεστιγμένο | την | παρεστιγμένη | το | παρεστιγμένο |
| κλητική | παρεστιγμένε | παρεστιγμένη | παρεστιγμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παρεστιγμένοι | οι | παρεστιγμένες | τα | παρεστιγμένα |
| γενική | των | παρεστιγμένων | των | παρεστιγμένων | των | παρεστιγμένων |
| αιτιατική | τους | παρεστιγμένους | τις | παρεστιγμένες | τα | παρεστιγμένα |
| κλητική | παρεστιγμένοι | παρεστιγμένες | παρεστιγμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παρεστιγμένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
παρεστιγμένος
- (μουσική) αυξημένος κατά το μισό της αξίας του
- στιγμή
- δις παρεστιγμένος
Μεταφράσεις
παρεστιγμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.