παραφύλαξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παραφύλαξη | οι | παραφυλάξεις |
| γενική | της | παραφύλαξης* | των | παραφυλάξεων |
| αιτιατική | την | παραφύλαξη | τις | παραφυλάξεις |
| κλητική | παραφύλαξη | παραφυλάξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, παραφυλάξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παραφύλαξη < ελληνιστική κοινή παραφύλαξις < αρχαία ελληνική παραφυλάσσω < παρά + φυλάσσω
Μεταφράσεις
παραφύλαξη
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.