παραφύλαξις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | παραφύλαξῐς | αἱ | παραφυλάξεις | ||||
| γενική | τῆς | παραφυλάξεως | τῶν | παραφυλάξεων | ||||
| δοτική | τῇ | παραφυλάξει | ταῖς | παραφυλάξεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | παραφύλαξῐν | τὰς | παραφυλάξεις | ||||
| κλητική ὦ! | παραφύλαξῐ | παραφυλάξεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παραφυλάξει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | παραφυλαξέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- παραφύλαξις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παραφυλάσσω / παραφυλάττω < παρα-φυλακ-(jω) + -σις > -ξις
Πηγές
- παραφύλαξις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παραφύλαξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.