παρασπόνδηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρασπόνδηση οι παρασπονδήσεις
      γενική της παρασπόνδησης* των παρασπονδήσεων
    αιτιατική την παρασπόνδηση τις παρασπονδήσεις
     κλητική παρασπόνδηση παρασπονδήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρασπονδήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρασπόνδηση < ελληνιστική κοινή παρασπόνδησις < αρχαία ελληνική παρασπονδέω

Ουσιαστικό

παρασπόνδηση θηλυκό

Πηγές

  • παρασπόνδηση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.