παρασπονδώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παρασπονδώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρασπονδῶ, συνηρημένος τύπος του παρασπονδέω < παράσπονδος < παρα- + σπονδή
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.sponˈðo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐σπον‐δώ
Ρήμα
παρασπονδώ, -είς, ..., πρτ.: παρασπονδούσα, αόρ.: παρασπόνδησα (χωρίς παθητική φωνή)
- (λόγιο) διαπράττω παρασπονδία
Συγγενικά
- παρασπόνδηση
- παρασπονδία
- παράσπονδος
- παρασπόνδως
- → δείτε τις λέξεις παρά και σπονδή
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | παρασπονδώ | παρασπονδούσα | θα παρασπονδώ | να παρασπονδώ | παρασπονδώντας | |
| β' ενικ. | παρασπονδείς | παρασπονδούσες | θα παρασπονδείς | να παρασπονδείς | ||
| γ' ενικ. | παρασπονδεί | παρασπονδούσε | θα παρασπονδεί | να παρασπονδεί | ||
| α' πληθ. | παρασπονδούμε | παρασπονδούσαμε | θα παρασπονδούμε | να παρασπονδούμε | ||
| β' πληθ. | παρασπονδείτε | παρασπονδούσατε | θα παρασπονδείτε | να παρασπονδείτε | παρασπονδείτε | |
| γ' πληθ. | παρασπονδούν(ε) | παρασπονδούσαν(ε) | θα παρασπονδούν(ε) | να παρασπονδούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | παρασπόνδησα | θα παρασπονδήσω | να παρασπονδήσω | παρασπονδήσει | ||
| β' ενικ. | παρασπόνδησες | θα παρασπονδήσεις | να παρασπονδήσεις | παρασπόνδησε | ||
| γ' ενικ. | παρασπόνδησε | θα παρασπονδήσει | να παρασπονδήσει | |||
| α' πληθ. | παρασπονδήσαμε | θα παρασπονδήσουμε | να παρασπονδήσουμε | |||
| β' πληθ. | παρασπονδήσατε | θα παρασπονδήσετε | να παρασπονδήσετε | παρασπονδήστε | ||
| γ' πληθ. | παρασπόνδησαν παρασπονδήσαν(ε) |
θα παρασπονδήσουν(ε) | να παρασπονδήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω παρασπονδήσει | είχα παρασπονδήσει | θα έχω παρασπονδήσει | να έχω παρασπονδήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις παρασπονδήσει | είχες παρασπονδήσει | θα έχεις παρασπονδήσει | να έχεις παρασπονδήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει παρασπονδήσει | είχε παρασπονδήσει | θα έχει παρασπονδήσει | να έχει παρασπονδήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε παρασπονδήσει | είχαμε παρασπονδήσει | θα έχουμε παρασπονδήσει | να έχουμε παρασπονδήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε παρασπονδήσει | είχατε παρασπονδήσει | θα έχετε παρασπονδήσει | να έχετε παρασπονδήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν παρασπονδήσει | είχαν παρασπονδήσει | θα έχουν παρασπονδήσει | να έχουν παρασπονδήσει |
| |
Πηγές
- παρασπονδώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.