παρασιτολογικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρασιτολογικός η παρασιτολογική το παρασιτολογικό
      γενική του παρασιτολογικού της παρασιτολογικής του παρασιτολογικού
    αιτιατική τον παρασιτολογικό την παρασιτολογική το παρασιτολογικό
     κλητική παρασιτολογικέ παρασιτολογική παρασιτολογικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρασιτολογικοί οι παρασιτολογικές τα παρασιτολογικά
      γενική των παρασιτολογικών των παρασιτολογικών των παρασιτολογικών
    αιτιατική τους παρασιτολογικούς τις παρασιτολογικές τα παρασιτολογικά
     κλητική παρασιτολογικοί παρασιτολογικές παρασιτολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παρασιτολογικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

παρασιτολογικός

παρασιτολογικός έλεγχος
παρασιτολογική εξέταση
παρασιτολογικός όρος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.