παραποιητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παραποιητικός | η | παραποιητική | το | παραποιητικό |
| γενική | του | παραποιητικού | της | παραποιητικής | του | παραποιητικού |
| αιτιατική | τον | παραποιητικό | την | παραποιητική | το | παραποιητικό |
| κλητική | παραποιητικέ | παραποιητική | παραποιητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παραποιητικοί | οι | παραποιητικές | τα | παραποιητικά |
| γενική | των | παραποιητικών | των | παραποιητικών | των | παραποιητικών |
| αιτιατική | τους | παραποιητικούς | τις | παραποιητικές | τα | παραποιητικά |
| κλητική | παραποιητικοί | παραποιητικές | παραποιητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη παραποιώ
Μεταφράσεις
παραποιητικός
|
|
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.