παραπανιστός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραπανιστός η παραπανιστή το παραπανιστό
      γενική του παραπανιστού της παραπανιστής του παραπανιστού
    αιτιατική τον παραπανιστό την παραπανιστή το παραπανιστό
     κλητική παραπανιστέ παραπανιστή παραπανιστό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραπανιστοί οι παραπανιστές τα παραπανιστά
      γενική των παραπανιστών των παραπανιστών των παραπανιστών
    αιτιατική τους παραπανιστούς τις παραπανιστές τα παραπανιστά
     κλητική παραπανιστοί παραπανιστές παραπανιστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παραπανιστός < παραπάν(ω) + -ιστός ή παραπανίσ(ιος) + -τός { Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

παραπανιστός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.