παραπανήσιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραπανήσιος η παραπανήσια το παραπανήσιο
      γενική του παραπανήσιου της παραπανήσιας του παραπανήσιου
    αιτιατική τον παραπανήσιο την παραπανήσια το παραπανήσιο
     κλητική παραπανήσιε παραπανήσια παραπανήσιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραπανήσιοι οι παραπανήσιες τα παραπανήσια
      γενική των παραπανήσιων των παραπανήσιων των παραπανήσιων
    αιτιατική τους παραπανήσιους τις παραπανήσιες τα παραπανήσια
     κλητική παραπανήσιοι παραπανήσιες παραπανήσια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παραπανήσιος <  δείτε τη λέξη παραπανίσιος και το επίθημα -ίσιος

Επίθετο

παραπανήσιος, -α, -ο

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.