παρανοούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παρανοούμαι < παθητική φωνή του ρήματος παρανοώ
Συνώνυμα
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | παρανοούμαι | παρανοούμουν | θα παρανοούμαι | να παρανοούμαι | ||
| β' ενικ. | παρανοείσαι | παρανοούσουν | θα παρανοείσαι | να παρανοείσαι | ||
| γ' ενικ. | παρανοείται | παρανοούνταν | θα παρανοείται | να παρανοείται | ||
| α' πληθ. | παρανοούμαστε | παρανοούμασταν παρανοούμαστε |
θα παρανοούμαστε | να παρανοούμαστε | ||
| β' πληθ. | παρανοείστε | παρανοούσασταν παρανοούσαστε |
θα παρανοείστε | να παρανοείστε | παρανοείστε | |
| γ' πληθ. | παρανοούνται | παρανοούνταν | θα παρανοούνται | να παρανοούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | παρανοήθηκα | θα παρανοηθώ | να παρανοηθώ | παρανοηθεί | ||
| β' ενικ. | παρανοήθηκες | θα παρανοηθείς | να παρανοηθείς | παρανοήσου | ||
| γ' ενικ. | παρανοήθηκε | θα παρανοηθεί | να παρανοηθεί | |||
| α' πληθ. | παρανοηθήκαμε | θα παρανοηθούμε | να παρανοηθούμε | |||
| β' πληθ. | παρανοηθήκατε | θα παρανοηθείτε | να παρανοηθείτε | παρανοηθείτε | ||
| γ' πληθ. | παρανοήθηκαν παρανοηθήκαν(ε) |
θα παρανοηθούν(ε) | να παρανοηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω παρανοηθεί | είχα παρανοηθεί | θα έχω παρανοηθεί | να έχω παρανοηθεί | παρανοημένος | |
| β' ενικ. | έχεις παρανοηθεί | είχες παρανοηθεί | θα έχεις παρανοηθεί | να έχεις παρανοηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει παρανοηθεί | είχε παρανοηθεί | θα έχει παρανοηθεί | να έχει παρανοηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε παρανοηθεί | είχαμε παρανοηθεί | θα έχουμε παρανοηθεί | να έχουμε παρανοηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε παρανοηθεί | είχατε παρανοηθεί | θα έχετε παρανοηθεί | να έχετε παρανοηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν παρανοηθεί | είχαν παρανοηθεί | θα έχουν παρανοηθεί | να έχουν παρανοηθεί | ||
Μεταφράσεις
παρανοούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.