παραμορφώσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
παραμορφώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραμορφώνω
- θα παραμορφώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραμορφώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
παραμορφώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παραμόρφωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.