παραμυθολογού

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραμυθολογού οι παραμυθολογούδες
      γενική της παραμυθολογούς των παραμυθολογούδων
    αιτιατική την παραμυθολογού τις παραμυθολογούδες
     κλητική παραμυθολογού παραμυθολογούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραμυθολογού < παραμυθολογάς + κατάληξη θηλυκού -ού

Ουσιαστικό

παραμυθολογού θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.