παραμετροποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παραμετροποίηση | οι | παραμετροποιήσεις |
| γενική | της | παραμετροποίησης | των | παραμετροποιήσεων |
| αιτιατική | την | παραμετροποίηση | τις | παραμετροποιήσεις |
| κλητική | παραμετροποίηση | παραμετροποιήσεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παραμετροποίηση (νεολογισμός) < (παραμετροποιώ) παραμετροποιη- + -ση. Μορφολογικά αναλύεται σε παρα- + μετρο- + -ποίηση
Ουσιαστικό
παραμετροποίηση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παραμετροποιώ
- (πληροφορική) → δείτε τις λέξεις ρύθμιση και διαμόρφωση
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη παραμετροποιώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.