παραλληλία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραλληλία οι παραλληλίες
      γενική της παραλληλίας των παραλληλιών
    αιτιατική την παραλληλία τις παραλληλίες
     κλητική παραλληλία παραλληλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραλληλία < ελληνιστική κοινή παραλληλία[1] < αρχαία ελληνική παράλληλος

Ουσιαστικό

παραλληλία θηλυκό

  1. άλλη μορφή του παραλληλότητα
  2. ομοιότητα ιδιοτήτων, προέλευσης, χαρακτηριστικών

Μεταφράσεις

  1. παραλληλία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.