παρακαλεστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παρακαλεστής οι παρακαλεστάδες
      γενική του παρακαλεστή των παρακαλεστάδων
    αιτιατική τον παρακαλεστή τους παρακαλεστάδες
     κλητική παρακαλεστή παρακαλεστάδες
Κλίση της δημοτικής όπως το «πραματευτής»
με πληθυντικό σε -άδες[1]
Κατηγορία όπως «παρακαλεστής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρακαλεστής < παρακαλώ, παρακαλεσ- + -τής

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾa.ka.leˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παρακαλεστής

Ουσιαστικό

παρακαλεστής αρσενικό (δημοτική)

  1. αυτός που παρακαλεί κάποιον για κάτι
  2. ο προξενητής

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη παρακαλώ

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.