παραινετικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παραινετικός | η | παραινετική | το | παραινετικό |
| γενική | του | παραινετικού | της | παραινετικής | του | παραινετικού |
| αιτιατική | τον | παραινετικό | την | παραινετική | το | παραινετικό |
| κλητική | παραινετικέ | παραινετική | παραινετικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παραινετικοί | οι | παραινετικές | τα | παραινετικά |
| γενική | των | παραινετικών | των | παραινετικών | των | παραινετικών |
| αιτιατική | τους | παραινετικούς | τις | παραινετικές | τα | παραινετικά |
| κλητική | παραινετικοί | παραινετικές | παραινετικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παραινετικός < (ελληνιστική κοινή) παραινετικός
Συνώνυμα
Συγγενικά
- παραινετικά
- → δείτε τις λέξεις παραινώ και αινώ
Μεταφράσεις
παραινετικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.