παραθεριστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παραθεριστής οι παραθεριστές
      γενική του παραθεριστή των παραθεριστών
    αιτιατική τον παραθεριστή τους παραθεριστές
     κλητική παραθεριστή παραθεριστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραθεριστής < παραθερίζω + -τής

Ουσιαστικό

παραθεριστής αρσενικό (θηλυκό: παραθερίστρια)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.