παραθερίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παραθερίζω < παρα- + θέρος + -ίζω ((μεταφραστικό δάνειο) νέα ελληνική ξεκαλοκαιριάζω)
Ρήμα
παραθερίζω
- περνάω τις καλοκαιρινές μου διακοπές σε κάποιο μέρος
- φέτος είδα πολλούς ξένους να παραθερίζουν στο χωριό της
- (μεταφορικά) (ειρωνικό) είμαι εξόριστος
Συγγενικά
- παραθέριση
- παραθέρισμα
- παραθερισμός
- παραθεριστής / παραθερίστρια
- παραθεριστικός
- → δείτε τις λέξεις παρά και θέρος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | παραθερίζω | παραθέριζα | θα παραθερίζω | να παραθερίζω | παραθερίζοντας | |
| β' ενικ. | παραθερίζεις | παραθέριζες | θα παραθερίζεις | να παραθερίζεις | παραθέριζε | |
| γ' ενικ. | παραθερίζει | παραθέριζε | θα παραθερίζει | να παραθερίζει | ||
| α' πληθ. | παραθερίζουμε | παραθερίζαμε | θα παραθερίζουμε | να παραθερίζουμε | ||
| β' πληθ. | παραθερίζετε | παραθερίζατε | θα παραθερίζετε | να παραθερίζετε | παραθερίζετε | |
| γ' πληθ. | παραθερίζουν(ε) | παραθέριζαν παραθερίζαν(ε) |
θα παραθερίζουν(ε) | να παραθερίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | παραθέρισα | θα παραθερίσω | να παραθερίσω | παραθερίσει | ||
| β' ενικ. | παραθέρισες | θα παραθερίσεις | να παραθερίσεις | παραθέρισε | ||
| γ' ενικ. | παραθέρισε | θα παραθερίσει | να παραθερίσει | |||
| α' πληθ. | παραθερίσαμε | θα παραθερίσουμε | να παραθερίσουμε | |||
| β' πληθ. | παραθερίσατε | θα παραθερίσετε | να παραθερίσετε | παραθερίστε | ||
| γ' πληθ. | παραθέρισαν παραθερίσαν(ε) |
θα παραθερίσουν(ε) | να παραθερίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω παραθερίσει | είχα παραθερίσει | θα έχω παραθερίσει | να έχω παραθερίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις παραθερίσει | είχες παραθερίσει | θα έχεις παραθερίσει | να έχεις παραθερίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει παραθερίσει | είχε παραθερίσει | θα έχει παραθερίσει | να έχει παραθερίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε παραθερίσει | είχαμε παραθερίσει | θα έχουμε παραθερίσει | να έχουμε παραθερίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε παραθερίσει | είχατε παραθερίσει | θα έχετε παραθερίσει | να έχετε παραθερίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν παραθερίσει | είχαν παραθερίσει | θα έχουν παραθερίσει | να έχουν παραθερίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.