παραεπιστημονικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παραεπιστημονικός | η | παραεπιστημονική | το | παραεπιστημονικό |
| γενική | του | παραεπιστημονικού | της | παραεπιστημονικής | του | παραεπιστημονικού |
| αιτιατική | τον | παραεπιστημονικό | την | παραεπιστημονική | το | παραεπιστημονικό |
| κλητική | παραεπιστημονικέ | παραεπιστημονική | παραεπιστημονικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παραεπιστημονικοί | οι | παραεπιστημονικές | τα | παραεπιστημονικά |
| γενική | των | παραεπιστημονικών | των | παραεπιστημονικών | των | παραεπιστημονικών |
| αιτιατική | τους | παραεπιστημονικούς | τις | παραεπιστημονικές | τα | παραεπιστημονικά |
| κλητική | παραεπιστημονικοί | παραεπιστημονικές | παραεπιστημονικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παραεπιστημονικός < παρα- + επιστημονικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.e.pi.sti.mo.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐ε‐πι‐στη‐μο‐νι‐κός
Επίθετο
παραεπιστημονικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) ο σχετικός με την παραεπιστήμη
- ↪παραεπιστημονικός λόγος
Μεταφράσεις
παραεπιστημονικός
|
|
Πηγές
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.