παραγραμματισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παραγραμματισμός οι παραγραμματισμοί
      γενική του παραγραμματισμού των παραγραμματισμών
    αιτιατική τον παραγραμματισμό τους παραγραμματισμούς
     κλητική παραγραμματισμέ παραγραμματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραγραμματισμός < ελληνιστική κοινή παραγραμματισμός < παραγραμματίζω < αρχαία ελληνική παρά + γράφω

Ουσιαστικό

παραγραμματισμός αρσενικό

  1. (σπάνιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παραγραμματίζω
  2. (σπάνιο, κατ’ επέκταση) ορθογραφικό σφάλμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.