παραγίγνομαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

παραγίγνομαι < παρα- + γίγνομαι

Ρήμα

παραγίγνομαι

  1. στέκομαι ή βρίσκομαι δίπλα, πλάι ή κοντά
  2. (μεταφορικά) παραστέκομαι, υποστηρίζω κάποιον
  3. (για πράγματα) προκύπτω, αποκτώμαι, συσσωρεύομαι
  4. γίνομαι ώριμος
  5. φτάνω, παρουσιάζομαι
    Παρεγένετο ἡμῖν τό Φθινόπωρον (Χρειάζεται στοιχεία. Τι είναι αυτή η φράση?)

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.