παραβρισκόμενος
→ χρειάζεται παράθεμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παραβρισκόμενος | η | παραβρισκόμενη | το | παραβρισκόμενο |
| γενική | του | παραβρισκόμενου | της | παραβρισκόμενης | του | παραβρισκόμενου |
| αιτιατική | τον | παραβρισκόμενο | την | παραβρισκόμενη | το | παραβρισκόμενο |
| κλητική | παραβρισκόμενε | παραβρισκόμενη | παραβρισκόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παραβρισκόμενοι | οι | παραβρισκόμενες | τα | παραβρισκόμενα |
| γενική | των | παραβρισκόμενων | των | παραβρισκόμενων | των | παραβρισκόμενων |
| αιτιατική | τους | παραβρισκόμενους | τις | παραβρισκόμενες | τα | παραβρισκόμενα |
| κλητική | παραβρισκόμενοι | παραβρισκόμενες | παραβρισκόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παραβρισκόμενος < λόγια μετοχή ενεστώτα του παθητικού ρήματος της δημοτικής παραβρίσκομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.vɾiˈsko.me.nos/
Μετοχή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.