παράλλαγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παράλλαγμα τα παραλλάγματα
      γενική του παραλλάγματος των παραλλαγμάτων
    αιτιατική το παράλλαγμα τα παραλλάγματα
     κλητική παράλλαγμα παραλλάγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παράλλαγμα < ελληνιστική κοινή παράλλαγμα < αρχαία ελληνική παραλλάσσω < παρά + ἀλλάσσω

Ουσιαστικό

παράλλαγμα ουδέτερο

  1. (σπάνιο) άλλη μορφή του παράλλαξη, παραλλαγή
  2. (σπάνιο) ποικιλία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.