παπάτζα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παπάτζα | οι | παπάτζες |
| γενική | της | παπάτζας | των | παπάτζων |
| αιτιατική | την | παπάτζα | τις | παπάτζες |
| κλητική | παπάτζα | παπάτζες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παπάτζα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
παπάτζα θηλυκό (αργκό)
- η προσπάθεια που κάνει κάποιος για να κρύψει την άγνοια ή την ημιμάθειά του γύρω από ένα θέμα
- Μη μου πουλάς παπάτζες, ξέρω από αυτοκίνητα.
- η προσπάθεια κάποιου να παρουσιαστεί καλύτερος από ό,τι είναι, ώστε να επιτύχει κάποιον σκοπό
- το αποτέλεσμα μιας βιαστικής και πρόχειρης προσπάθειας ολοκλήρωσης ενός έργου
- Δεν προλαβαίνω μέχρι αύριο να γράψω την εργασία, θα κάνω μια παπάτζα.
Συγγενικά
Μεταφράσεις
παπάτζα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.