παπάτζας

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παπάτζας < παπάτζα +

Ουσιαστικό

παπάτζας αρσενικό

  • (αργκό) κάποιος ο οποίος υποκρίνεται σε σχέση με τα επιτεύγματα του, μεγεθύνοντας υπερβολικά την αξία τους
    Είναι μεγάλος παπάτζας, δεν ισχύουν ούτε μισά από αυτά που λέει.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.