παντεσπάνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παντεσπάνι | τα | παντεσπάνια |
| γενική | του | παντεσπανιού | των | παντεσπανιών |
| αιτιατική | το | παντεσπάνι | τα | παντεσπάνια |
| κλητική | παντεσπάνι | παντεσπάνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
παντεσπάνι σε πιάτο
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
παντεσπάνι ουδέτερο
- (γλυκό) είδος γλυκίσματος που περιέχει αλεύρι, αβγό και ζάχαρη και αποτελούσε πολυτέλεια
- ↪ η φράση «αν δεν έχουν να φάνε ψωμί, ας φάνε παντεσπάνι», κατά τη γαλλική επανάσταση, αποδίδεται στη Μαρία Αντουανέτα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.