παντελονάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παντελονάκι τα παντελονάκια
      γενική
    αιτιατική το παντελονάκι τα παντελονάκια
     κλητική παντελονάκι παντελονάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παντελονάκι < παντελόνι + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

παντελονάκι ουδέτερο

  1. παντελόνι μικρού μεγέθους για παιδί
  2. παντελόνι με κοντά μπατζάκια, σορτς
    η ομάδα εμφανίστηκε στο γήπεδο με άσπρες μπλούζες και γαλάζια παντελονάκια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.