πανσεβάσμιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πανσεβάσμιος η πανσεβάσμια το πανσεβάσμιο
      γενική του πανσεβάσμιου της πανσεβάσμιας του πανσεβάσμιου
    αιτιατική τον πανσεβάσμιο την πανσεβάσμια το πανσεβάσμιο
     κλητική πανσεβάσμιε πανσεβάσμια πανσεβάσμιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πανσεβάσμιοι οι πανσεβάσμιες τα πανσεβάσμια
      γενική των πανσεβάσμιων των πανσεβάσμιων των πανσεβάσμιων
    αιτιατική τους πανσεβάσμιους τις πανσεβάσμιες τα πανσεβάσμια
     κλητική πανσεβάσμιοι πανσεβάσμιες πανσεβάσμια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πανσεβάσμιος < παν + σεβάσμιος

Επίθετο

πανσεβάσμιος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.