πανσές

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πανσές οι πανσέδες
      γενική του πανσέ των πανσέδων
    αιτιατική τον πανσέ τους πανσέδες
     κλητική πανσέ πανσέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πολύχρωμα άνθη του πανσέ.

Ετυμολογία

πανσές < (άμεσο δάνειο) γαλλική pensée + κατά τα σε -ές, όπως μενεξές [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /panˈses/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πανσές

Ουσιαστικό

πανσές αρσενικό

  • (λουλούδι) ποώδες ανθοφόρο φυτό του υποείδους Viola tricolor hortensisViola x wittrockiana) του γένους Βιόλα, υβρίδιο που δημιουργήθηκε από τη διασταύρωση διάφορων ειδών του αναφερόμενου γένους, με κίτρινα, λευκά, μοβ ή πολύχρωμα άνθη

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.