pansy

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

pansy (en)

  1. ο πανσές
  2. (μειωτικό) θηλυπρεπής ομοφυλόφιλος, αδερφή, πούστης
  3. (μειωτικό) οποιοσδήποτε άνθρωπος δειλός και αδύναμος, που υποχωρεί εύκολα όταν αντιμετωπίζει δυσκολίες ή απαιτήσεις άλλων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.