πανδεκτική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πανδεκτική οι πανδεκτικές
      γενική της πανδεκτικής των πανδεκτικών
    αιτιατική την πανδεκτική τις πανδεκτικές
     κλητική πανδεκτική πανδεκτικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πανδεκτική < (ελληνιστική κοινή) πανδεκτικός < αρχαία ελληνική πᾶς + δέχομαι

Ουσιαστικό

πανδεκτική θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.