πανανθρώπινος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πανανθρώπινος η πανανθρώπινη το πανανθρώπινο
      γενική του πανανθρώπινου της πανανθρώπινης του πανανθρώπινου
    αιτιατική τον πανανθρώπινο την πανανθρώπινη το πανανθρώπινο
     κλητική πανανθρώπινε πανανθρώπινη πανανθρώπινο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πανανθρώπινοι οι πανανθρώπινες τα πανανθρώπινα
      γενική των πανανθρώπινων των πανανθρώπινων των πανανθρώπινων
    αιτιατική τους πανανθρώπινους τις πανανθρώπινες τα πανανθρώπινα
     κλητική πανανθρώπινοι πανανθρώπινες πανανθρώπινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πανανθρώπινος < παν- + ανθρώπινος

Επίθετο

πανανθρώπινος, -η, -ο

οι πανανθρώπινες αξίες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.