πανάκριβος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πανάκριβος η πανάκριβη το πανάκριβο
      γενική του πανάκριβου της πανάκριβης του πανάκριβου
    αιτιατική τον πανάκριβο την πανάκριβη το πανάκριβο
     κλητική πανάκριβε πανάκριβη πανάκριβο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πανάκριβοι οι πανάκριβες τα πανάκριβα
      γενική των πανάκριβων των πανάκριβων των πανάκριβων
    αιτιατική τους πανάκριβους τις πανάκριβες τα πανάκριβα
     κλητική πανάκριβοι πανάκριβες πανάκριβα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πανάκριβος < παν- + ακριβός

Επίθετο

πανάκριβος, -η, -ο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.