παμψηφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παμψηφία | οι | παμψηφίες |
| γενική | της | παμψηφίας | των | παμψηφιών |
| αιτιατική | την | παμψηφία | τις | παμψηφίες |
| κλητική | παμψηφία | παμψηφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παμψηφία < παμψηφεί + -ία < ελληνιστική κοινή παμψηφεί
Ουσιαστικό
παμψηφία θηλυκό
- το αποτέλεσμα μιας ψηφοφορίας κατά την οποία όλες οι ψήφοι δόθηκαν σε έναν υποψήφιο ή σε μία πρόταση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.